- προκατήγγειλε
- προκαταγγέλλωannounceaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαταγγέλλω — ΜΑ διακηρύσσω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω («ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ στόματος πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῡ παθεῑν τὸν Χριστόν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταγγέλλω «αναγγέλλω, διακηρύσσω»] … Dictionary of Greek